ὑπονέφελος

ὑπονέφελος
ὑπονέφελος
under the clouds
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπονέφελος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα 2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περι νέφελος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπονέφελον — ὑπονέφελος under the clouds masc/fem acc sg ὑπονέφελος under the clouds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονέφελα — ὑπονέφελος under the clouds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονέφελοι — ὑπονέφελος under the clouds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”